-
1 συλλογή
συλλογῆι, συλλογεύςcollector: masc dat sg (epic ionic)συλλογήgathering: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 συλλογῇ
συλλογῆι, συλλογεύςcollector: masc dat sg (epic ionic)συλλογήgathering: fem dat sg (attic epic ionic) -
3 συλλογη
ἥ тж. pl.1) собирание, сбор(φρυγάνων Thuc.; τῶν καρπῶν Arst.)
ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος Aesch. — в пору появления бороды, т.е. в пору ранней возмужалости2) наплыв, стечение, нашествие (sc. Ἀθηναίων καὴ Ἰώνων Her.)3) собрание, сходкаσυλλογέν ποιεῖν Lys. — созвать собрание
4) скопление(αἵματος Arst.)
5) набор, вербовка6) сводка, сжатое перечисление (sc. ὕβρεων Dem.)7) сбор налогов Isae. -
4 συλλογή
συλλογήgathering: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
5 συλλογή
η1) сбор; собирание; уборка (урожая); 2) собрание; коллекция;συλλογή έργων — собрёние сочинений;
συλλογή πινάκων — коллекция картин;
3) сборник;4) комплект, набор;εργαλείων — набор инструментов;5) ассортимент;6) раздумье, размышление;πέφτω ( — или μπαίνω) σε συλλογή — задуматься, впасть в раздумье
-
6 συλλογή
συλ-λογή, ἡ, das Sammeln; die Versammlung, Zusammenrottung; συλλογὴν ποιεῖσϑαι, von Soldaten, Werbung; ἐν γενείου συλλογῇ τριχώματος, wo das Haar am Kinn sich sammelt, heranwächst -
7 συλλογή
-ῆς ἡ N 1 0-1-0-0-0=1 1 Sm 17,40gathering, collection, store -
8 συλλογή
[силлоги] ουσ θ собрание, коллекция. относящийся к обществу, ассоциации. -
9 συλλογή
συλλογ-ή, ἡ,A gathering, collecting,φρυγάνων Th.3.111
; of herbs, Dsc.1 Prooem.6; [ ἀρωμάτων] Thphr.Od.37;τῶν καρπῶν Arist.PA 662b8
(pl.); and so abs., IG22.411.17; σ. τοῦ βίου scraping together of the means of life, Antipho Soph.49, Philem.92.4 (pl.): metaph., ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος in the first harvest of a beard, i.e. in early manhood, A.Th. 666: generally, acquisition,πλούτου Metrod. Herc.831.7
;τῇ σ. χαίροντες Lib.Or.9.6
.II (from [voice] Pass.) assembly, meeting, Hdt.5.105; summoning of βουλή and δῆμος, IG22.890; ποιεῖν ς. hold an assembly, Lys.20.26 codd. (leg. σύλλογον); aggregation, ; ῥευμάτων, πνευμάτων, Epicur.Ep.2p.44U., p.46 U. (pl.); of morbid accumulations, Aret.SD2.1, Aët.15.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συλλογή
-
10 συλλογή
1) collection2) jeu -
11 ξυλλογή
συλλογή, συλλογήgathering: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
12 συλλογαί
συλλογήgathering: fem nom /voc pl -
13 συλλογήν
συλλογήgathering: fem acc sg (attic epic ionic) -
14 συλ-λογή
συλ-λογή, ἡ, wie σύλλεξις, das Sammeln; φρυγάνων, Thuc. 3, 111; die Versammlung, Zusammenrottung, Her. 5, 105; συλλογὴν ποιεῖσϑαι, von Soldaten, Werbung, Xen. An. 1, 2, 1; πεπεράνϑω ἡμῖν ἡ συλλογή, Plat. Legg. V, 736 b; Aesch. sagt auch ἐν γενείου συλλογῇ τριχώματος, Spt. 648, wo das Haar am Kinn sich sammelt, heranwächst.
-
15 σύλ-λογος
σύλ-λογος, ὁ, wie συλλογή, Sammlung, Versammlung, Zusammenkunft, ἅπας Ἀχαιῶν σύλλογος στρατεύματος, Eur. I. A. 514; ἀστῶν σύλλογον ποιήσομαι, = συλλέξομαι, Heracl. 336; auch übtr., σύλλογον ψυ χῆς λάβε, Herc. F. 626, sich sammeln, fassen, bes. von Menschen, σύλλογον ποιεῖσϑαι, versammeln, Her. oft, Ggstz σύλλογον διαλύειν, 7, 10, 4, u. διαλύεσϑαι ἐκ τοῠ συλλόγου, 3, 73; Thuc. oft, Plat. u. Folgde, wie Xen. An. 5, 6, 22, auch der Ort, wo sich die Soldaten versammeln, 1, 1, 2.
-
16 τρίχωμα
τρίχωμα, τό, Behaarung, Haarwuchs; ἐν γενείοο συλλογῇ τριχώματος, Aesch. Spt. 648; Eur. I. T. 73; Her. 7, 70; Arist. gen. an. 5, 3 u. oft; Pol. 34, 10, 8 u. a. Sp.
-
17 λαχανισμός
λαχανισμός, ὁ, das Abschneiden u. Sammeln der Gemüse od. Küchenkräuter, καὶ συλλογὴ φρυγάνων vrbdt Thuc. 3, 111.
-
18 βοτανικός
η, ό[ν] 1. ботанический, относящийся к ботанике;κήπος — ботанический сад;βοτανική συλλογή — гербарий;
2. (ο) см. βοτανολόγος -
19 ελλιπής
-
20 νομισματικός
η, ό[ν]1) нумизматический;νομισματική συλλογή — нумизматическая коллекция;
2) монетный; денежный; валютный;νομισματική μεταρρύθμιση — денежная реформа;
διεθνές νομισματικό ταμείο — международный валютный фонд
- 1
- 2
См. также в других словарях:
συλλογή — gathering fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλογή — Η συνηθέστερη σημασία της λέξης είναι η συγκέντρωση αντικείμενων με κάποια αξία, σπάνιων ή περίεργων, ταξινομημένων σύμφωνα με τα κριτήρια ή το σκοπό εκείνου που τα μαζεύει (συλλέκτη) και τα οποία αποτελούν συχνά αντικείμενο ανταλλαγών ή και… … Dictionary of Greek
συλλογή — η 1. συνάθροιση, μάζωμα: Συλλογή καρπών. 2. σύνολο πραγμάτων που έχουν συλλεχτεί: Κατάρτισε μια πλούσια συλλογή αρχαίων νομισμάτων. 3. επίμονη σκέψη, το να βυθίζεται κάποιος σε σκέψεις: Τον τρώει η συλλογή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συλλογῇ — συλλογῆι , συλλογεύς collector masc dat sg (epic ionic) συλλογή gathering fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανθολογία — Συλλογή κειμένων που αποβλέπει να κάνει γνωστά ποιήματα ή αποσπάσματα πεζογραφημάτων, τα οποία επιλέγονται μέσα από το έργο συγγραφέων αναγνωρισμένης αξίας. Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται συνήθως στη λογοτεχνία, μπορεί όμως να σημαίνει και μουσικές … Dictionary of Greek
ανάκριση — Συλλογή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων, με σκοπό να βεβαιωθεί αν έγινε ένα έγκλημα και να αποφασιστεί αν ένα άτομο πρέπει να προσαχθεί σε δίκη. Στην όλη διάπλαση του θεσμού της α. συναντάται από το ένα μέρος η φροντίδα αποτελεσματικής… … Dictionary of Greek
ερμπάριο — Συλλογή αποξηραμένων φυτών που διατηρούνται πάνω σε φύλλα χαρτιού. Αν και ετυμολογικά ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη herba (= πόα, χλόη), στα ε. υπάρχουν και ξυλώδη φυτά. Επάνω στα φύλλα χαρτιού στερεώνονται μικροί βλαστοί, φύλλα, άνθη… … Dictionary of Greek
Αγία Γραφή — Συλλογή βιβλίων ιερώνγια τους εβραίους και τους χριστιανούς. Είναι γνωστά και ως Άγιαι Γραφαί, Γραφαί, Γραφή, Ιερά Γράμματα και Βίβλος (το τελευταίο αυτό οφείλεται σε μεταγλώττιση των αντίστοιχων ευρωπαϊκών όρων, οι oποίοι πάλι είναι μεταφορά της … Dictionary of Greek
Χίλιες και μία νύχτες — Συλλογή παραμυθιών σε αραβική γλώσσα –γνωστή στην Ελλάδα περισσότερο ως Χαλιμά– της οποίας ο πρώτος πυρήνας ήταν γνωστός από τον 9o αι.: μια σειρά διηγημάτων ινδικής καταγωγής πέρασε στον πολιτισμό της εποχής των Αββασιδών και την εποχή εκείνη… … Dictionary of Greek
απόστημα — Συλλογή πύου μέσα σε μια φυσική κοιλότητα που δεν προϋπήρχε ή σε συμπαγείς ιστούς, που ακολουθείται από φλεγμονώδη φαινόμενα και εκδηλώνεται με πόνο, εξοίδηση (πρήξιμο) και τάση των ιστών. Τα α. διακρίνονται σε οξέα ή θερμά και σε χρόνια ή ψυχρά … Dictionary of Greek
Κανών Αλεξανδρινός — Συλλογή Ελλήνων συγγραφέων και ποιητών που πραγματοποιήθηκε τον 2ο αι. π.Χ. από τον Αριστοφάνη τον Βυζάντιο και τον Αρίσταρχο τον Γραμματικό. Αργότερα υπήρξαν και άλλοι κανόνες, συντεταγμένοι από διαφόρους. Στην πρώτη συλλογή είχαν περιληφθεί… … Dictionary of Greek